Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τον έβγάλε από τη

  • 1 μέση

    η
    1) середина;

    μέση του δρόμου — середина улицы;

    στη

    μέση — а) в середине; — посредине, посреди;

    στη μέση τού φαγητού — в середине обеда, во время обеда; — б) пополам, на две части;

    μ' έβαλαν στη μέση — а) меня окружили, на меня напали с разных сторон; — б) меня посадили в середину;

    2) талия, поясница;

    δαχτυλιδένια μέση — осиная талия;

    με πονεί η μέση μου — у меня болит поясница;

    § μπαίνω στη μέση — вмешиваться;

    τον έβγάλε από τη μέση — он избавился от него; — он расправился с ним

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέση

  • 2 τρίχα

    η
    1) волос; 2) ворсинка;

    § κρέμομαι από μιά τρίχα — висеть на волоске;

    παρά τρίχα... — чуть не...;

    σηκώθηκαν οι τρίχες μου — волосы у меня встали дыбом;

    είμαι στην τρίχα — быть одетым с иголочки;

    ήρθε στην τρίχα — он висит на волоске;

    σκίζει την τρίχα — он и с камня лыко дерёт;

    τον έβγαλε σαν την τρίχα απ' το προζύμι — он его вывел на чистую воду;

    τρίχες (κατσαρές) — пустяк, ерунда;

    σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες когда на ладони волосы вырастут; = когда рак свистнет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρίχα

  • 3 βγάλε

    με απ' την υποχρέωση избавь меня о этой обязанности;
    7) вывихнуть (сустав); έβγαλε το πόδι του он вывихнул себе ногу; 8) производить; создавать; выпускать;

    η περιοχή βγάλεει σταφύλια — область производит много винограда;

    βγάλε καλό λάδι — производить хорошее масло;

    τό πολυτεχνείο βγάλε καλούς μηχανικούς — политехнический институт выпускает хороших инженеров;

    9) давать, порождать;
    η τριανταφυλλιά έβγαλε μπουμπούκια роза дала бутон; έβγαλε σπυριά στο πρόσωπο у него на лице появились прыщи; η κλωσσα έβγαλε δέκα πουλιά наседка вывела десять цыплят; έβγαλε καλά παιδιά он вырастил хороших детей; 10) источать; выделять; выпускать;

    η λάμπα βγάλεει καπνό — лампа коптит;

    βγάλεει νερό ο τοίχος — стена отсыревает;

    βγάλε δάκρυα — а) плакать; — б) слезиться;

    βγάλε φλέ(γ)ματα — отхаркивать мокроту;

    έβγαλε τίς βλογιές он заболел оспой;
    11) зарабатывать, добывать;

    βγάλε πολλά λεφτά — много зарабатывать;

    βγάλε τό ψωμί μου — зарабатывать на хлеб;

    12) издавать (звук), произносить;

    βγάλε φωνή — кричать;

    δεν βγάλε ούτε άχνα — не проронить ни звука;

    βγάλε λόγο — произносить речь;

    13) издавать, публиковать, выпускать;

    βγάλε εφημερίδα — издавать газету;

    βγάλε ανακοίνωση — делать объявление;

    βγάλε απόφαση — выносить решение, приговор;

    14) выдвигать, продвигать; выбирать, избирать;

    βγάλε κάποιον βουλευτή — избирать кого-л. депутатом;

    15) заключать, делать заключение;
    думать, полагать;

    βγάλε τό συμπέρασμα — делать вывод;

    τί βγάλεεις από όσα σού είπα; — что ты думаешь о том, что я тебе сказал?;

    16) вычислять, подсчитывать;
    κάμε πάλι το λογαριασμό, δεν τάβγαλες σωστά! подсчитай снова, ты неправильно высчитал; 17) разбирать, расшифровывать, разгадывать;

    δεν βγάλε το γράψιμο ( — или τα γράμματα) του — я не разбираю его почерка;

    18) вести, приводить;
    τό μονοπάτι μ' έβγαλε στο ποτάμι тропинка привела меня к реке; 19) вести, провожать;

    βγάλε τα παιδιά περίπατο — водить детей на прогулку;

    βγάλε με ως το δρόμο проводи меня до дороги;
    20) угощать; 21) кончать, заканчивать;

    βγάλε τη σχολή — заканчивать школу;

    22) прожить, просуществовать; пережить;
    δεν θα βγάλει τη νύχτα ему не прожить и ночи; 23) называть, давать имя, прозвище;

    βγάλε κάποιου παρατσούκλι — давать кому-л. прозвище;

    πώς το βγάλανε το παιδί; как они назвали ребёнка?;
    24) вводить в моду; 25) уличать, изобличать; τον έβγαλα ψεύτη я его изобличил во лжи; ο θεός να με βγάλει ψεύτη пусть я окажусь плохим пророком;

    § βγάλε γλώσσα — быть дерзким (на язык), держать себя дерзко, нагло;

    βγάλε μίζα — нагреть себе руки на чём-л.;

    βγάλε την τσίπα — становиться беззастенчивым;

    βγάλε όνομα — приобрести имя, известность;

    прослыть (кем-л.);

    βγάλε τό όνομα κάποιου — лишать доброго имени, позорить, дискредитировать кого-л.;

    βγάλε είσιτήρια — брать билеты;

    βγάλε τον ανήφορο — брать подъём;

    βγάλε τό άχτι μου πάνω σε κάποιον — вымещать, срывать свою злобу на ком-л.;

    βγάλε στη δημοπρασία (στο σφυρί) — продавить с аукциона (с молотки);

    βγάλε στο λοτό — разыгрывать (что-л.) в лотерею;

    βγάλε στα ( — или στη) φόρα — разоблачать при всех, публично;

    βγάλε τα άπλυτα κάποιου — раскрывать чьй-л. грязные дело;

    βγάλε τα άπλυτα του στη φόρα — вывести кого-л. на. чистую воду;

    βγάλε τα μάτια μου — а) портить (себе) зрение; — б) причинять себе ущерб;

    βγάλε τό μάτι (τα μάτια) κάποιου — причинять кому-л. большой ущерб;

    τό μάτι σοδβγαλε; что плохого он тебе сделал?;
    θα βγάλουν τα μάτια τους они друг другу глаза выцарапают; βγάλτε τα μάτια σας сами разбирайтесь в своих делах;

    τα βγάλε πέρα — справляться (с чём-л.);

    μόλις τα βγάλε πέρα — едва сводить концы с концами;

    οπού μας βγάλει η άκρη а) будь что будет;
    б) куда глаза глядят;

    βγάλε στη μέση — а) ставить на обсуждение; — б) выдвигать новое утверждение;

    βγάλε κάτι απ' τη μέση — отодвигать что-л.;

    βγάλε κάποιον απ' τη μέση — устранять, убирать, нейтрализовать кого-л.;

    τον έβ- γαλα απ' την καρδιά μου я вырвал его из своего сердца;
    βγάλ' το απ' το νού (или μυαλό, κεφάλι) σου выбрось это из головы; не надейся и не жди;

    βγάλε τό λαρύγγι ( — или τό λαιμό, τα πνευμόνια) μου — кричать во всё горло, орать; — драть глотку (прост,);

    έβγαλα το λαρύγγι μου να φωνάζω я надорвал глотку кричавши;
    του 'βγάλε τα πόδια у него гудели ноги (от ходьбы);

    βγάλεει τα λόγια του με την τσιμπίδα — он очень молчаливый; — из него слова не вытянешь;

    βγάλεει οχτώ και τρώει δέκα — он живёт не по средствам;

    βγάλεει και από τη μύγα ξύγκι — а) он очень скуп; — б) он жестокий эксплуататор;

    μου έβγαλε την ψυχή (или τό θεό, την πίστη) (ανάποδα) он из меня всю душу вытянул;
    έβγαλα το σβέρκο μου να τελειώσω... я измучился, пока не закончил...; μου το 'βγάλε απ' τη μύτη мне боком вышло его благодеяние;

    του βγάλε το καπέλλο — я преклоняюсь перед ним; — я снимаю перед ним шляпу;

    τον έβγαλαν στο γαϊδουροπάζαρο его сделали посмешищем;
    βγάλ' τον κόρακα (или τον περίδρόμο, το σκασμό) перестань болтать; βγάλ' τη σκούφια σου και βάρ' του сперва на себя посмотри; δεν έβγαλε ούτε άχ или δεν πρόφτασε να βγάλει άχ он и ахнуть не успел; του 'βγαλαν λάδι его сильно сжали, стиснули (в толпе); του 'βγαλαν το λάδι из него выжали все соки, его выжали как лимон; τον έβγαλαν (ένα) λάδι (или αθώο) его оправдали, обелили; τοΒβγαλε το τομάρι он его ободрал как липку; έβγαλα τα μουλάρια меня сильно укачало; έβγαλα τα συκώτια μου (или τάντερά μου) меня с души воротит;

    τό γινάτι βγάλεει μάτι — упрямство до добра не доведёт;

    βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά посл, заставлять другого таскать каштаны из огня; чужими руками жар загребать;

    βγάλε νερό με το καλάθι — погов, носить воду решетом; — толочь воду в ступе;

    απ' το 'να αφτί τα μπάζει κι' απ' τ' άλλο τα βγάλεει — погов, в одно ухо влетает, а в другое вылетает;

    όποιος βγάνει και δεν βάνα, γλήγορα τον πάτο φτάνει посл, без расчёту жить — себя губить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάλε

См. также в других словарях:

  • Τωβίτ — Όνομα διαφόρων προσώπων που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Το σημαντικότερο από τα πρόσωπα αυτά αναφέρεται στο ομώνυμο δευτεροκανονικό βιβλίο. Ο Τ. καταγόταν από τα βόρεια του Ισραήλ και συγκαταλεγόταν σε εκείνους που, μετά την καταστροφή του… …   Dictionary of Greek

  • αξεστόμιστος — η, ο (λόγος) εκείνος τον οποίο δεν ξεστόμισε κανείς, δεν τον έβγαλε από το στόμα του …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Πετραλείφας — Επώνυμο περίφημης οικογένειας του Βυζαντίου, που έδρασε από τον 11o μέχρι τον 13o αι. Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»